-
1 ανησυχία
[аниснхна] ουσ. Θ. беспокойство, тревога,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανησυχία
-
2 беспокойство
беспоко́й||ствос1. (озабоченность) ἡ ἀνησυχία, ἡ ἐγνοια;2. (волнение) ἡ ταραχή, ἡ ἀνησυχία:испытывать \беспокойствоство εἶμαι ἀνήσυχος;3. (нарушение покоя) ἡ διατάραξη τής ήσυχίας, ἡ ἐνόχληση [-ις]:причинять \беспокойствоство προξενώ ἀνησυχία; простите за \беспокойствоство! μέ συγχωρείτε γιά τήν ἐνόχληση! -
3 беспокойство
беспокойство с 1) (волне ние ) η ανησυχία 2) (наруше ние покоя) η ταραχή, η ενό χληση простите за \беспокойство με συγχωρείτε που σας ενοχλώ* * *с1) ( волнение) η ανησυχία2) ( нарушение покоя) η ταραχή, η ενόχλησηпрости́те за беспоко́йство — με συγχωρείτε που σας ενοχλώ
-
4 волнение
волнение с 1) (беспокойство) η συγκίνηση, η ταραχή, η ανησυχία 2) (на море) η θαλασσοταραχή 3) мн.: \волнениея (народные) οι ταραχές* * *с1) ( беспокойство) η συγκίνηση, η ταραχή, η ανησυχία2) ( на море) η θαλασσοταραχή3) мн.волне́ния (народные) — οι ταραχές
-
5 нечего
I нечего Ι (нечему, нечем, не о чем) τίποτα· мне \нечего сказать δεν έχω τι να πω· нечему удивляться δεν είναι τίποτε το παράξενο* мне нечем писать δεν έχω με τι να γράφω· тебе не о чем жалеть δεν αξίζει να στενοχωριέσαι II нечего II (незачем) ανώφελα, του κάκου" δεν υπάρχει λόγος να...' \нечего беспокоиться δεν υπάρχει λόγος για ανησυχία* * *I (нечему, нечем, не о чем)мне не́чего сказа́ть — δεν έχω τι να πω
не́чему удивля́ться — δεν είναι τίποτε το παράξενο
мне не́чем писа́ть — δεν έχω με τι να γράφω
IIтебе́ не́ о чем жале́ть — δεν αξίζει να στενοχωριέσαι
( незачем) ανώφελα, του κάκου; δεν υπάρχει λόγος να…не́чего беспоко́иться — δεν υπάρχει λόγος για ανησυχία
-
6 тревога
-
7 беспокойство
-а ουδ.1. ανησυχία, ταραχή•испытывать беспокойство ανησυχώ, έχω ανησυχία, είμαι ταραγμένος.
2. φροντίδα, έγνοια, σκέψη. || ενόχληση•простите за беспокойство με συγχωρείτε για την ενόχληση.
-
8 тревога
-и θ.1. φόβος, ανησυχία, ταραχή, άγχος• αδημονία•тревога за будущее ανησυχία για το μέλλον•
маму охватила какая-то тревога τη μάνα την κυρίευσε κάποιος φόβος.
|| θόρυβος, ταραχή, φασαρία•что за тревога на улице? τι φασαρία γίνεται έξω;
2. συναγερμός•сигналтревогаи σύνθημα συναγερμού•
ударить -у σημαίνω συναγερμό•
отбой -и παύση του συναγερμού•
в случае -и σε περίπτωση συναγερμού.
εκφρ.бить -у – κρούω τον κώδωνα του κινδύνου (επισημαίνω επερχόμενο κακό ή κακές συνέπειες). -
9 внушать
внушатьнесов1. (мысль, чувство) ἐμπνέω, προκαλώ:\внушать страх ἐμπνέω (или προκαλώ) φόβο· \внушать доверие (опасение) ἐμπνέω ἐμπιστοσύνη (ανησυχία)· \внушать отвращение προκαλώ ἀηδία·2. (поучать, наставлять) βάζω στό νοῦ, ὑποβάλλω, παραινώ. -
10 волнение
волнени||ес1. (на море) ἡ φουσκοθα-λασσιά, ἡ θαλασσοταραχή·2. перен ἡ ταραχή, ἡ συγκίνηση [-ις], ἡ ἀνησυχία:прийти́ в \волнение συγκινούμαι, ταράζομαι, ἀνησυχῶ·3. \волнениея мн. (народные) οἱ ταραχές. -
11 доставить
достав||итьсов, достав||лять несов1. (к месту назначения) παραδίδω, κομίζω, φέρνω:\доставить письмо́ φέρνω τό γράμμα· \доставить провиант воен. ἐφοδιάζω μέ τρόφιμα· \доставить сведения к сроку στέλνω τίς πληροφορίες ἔγκαιρα·2. (причинять) προξενώ, κάνω:\доставить удовольствие προξενώ εὐχαρίστηση· \доставить беспокойство προξενώ ἀνησυχία. -
12 затрепетать
затрепетатьсов1. ἀρχίζω νά τρέμω/ ἀρχίζω νά φτερουγίζω (крыльями)! ἀρχίζω νά κυματίζω (о знамени)·2. перен ἀρχίζω νά τρέμω, μέ πιάνει ἀνησυχία. -
13 мнительнцость
мни́тельнцостьж ἡ ὑπερβολική ἀνησυχία, ἡ δυσπιστία / ἡ καχυποψία (подозрительность). -
14 настораживать
настораживатьнесов καθιστώ ἐπιφυ-λακτικό[ν], κάνω (λέγω) νά φυλαχτεί / βάζω σέ ἀνησυχία (вызывать беспокойство)· Φ \настораживать у́ши (слух) προσέχω τί λένε, τεντώνω τ· αὐτιά μου. -
15 неудобство
неудобствос1. ἡ δυσχέρεια, ἡ ἀβολία, ἡ δυσκολία, ἡ στενοχώρια, ἡ ἔλλειψις ἀνεσης· причинять \неудобство ἐνοχλω, δυσκολεύω·2. перен ἡ δυσάρεστη θέση, ἡ ἀμηχανία, ἡ ἀνησυχία. -
16 неусидчивость
неуси́дчив||остьж ἡ ἀνησυχία, ἡ ἀει-κινησία / ἡ ἐλλειψη ἐπιμονής (учащегося). -
17 обеспокоить
обеспокоитьсов1. ἀνησυχώ Οίετ.), ἐνοχλώ, προξενώ ἀνησυχία[ν]. -
18 озабоченность
озабо||ченностьж ἡ ἀνησυχία, ἡ φροντίδα, ἡ ἐγνοια. -
19 озабочивать
озабо||чиватьнесов βάζω σέ ἐγνοια, σέ ἀνησυχία. -
20 опасение
опас||ениес ὁ φόβος:иметь \опасениеення φοβούμαι μήπως· смотреть с \опасениеением βλέπω κάτι μέ φόβο· вызывать \опасениеения προξενώ ἀνησυχία.
См. также в других словарях:
ανησυχία — η (Μ ἀνησυχία) ταραχή, ψυχική αγωνία, φόβος νεοελλ. 1. θόρυβος, αναραταχή 2. σωματική στενοχώρια εξαιτίας αρρώστιας 3. πληθ. έφεση για επιστημονικές ή μεταφυσικές αναζητήσεις … Dictionary of Greek
αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο … Dictionary of Greek
ανησυχώ — 1. βρίσκομαι σε ανησυχία, σε αγωνία, φοβούμαι 2. μεταδίδω σε κάποιον την ανησυχία μου, τον κάνω να ανησυχεί 3. είμαι αναστατωμένος ή προκαλώ αναστάτωση … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
φόβος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφός του Δείμου, με τον οποίο πάντα εμφανίζεται ως προσωποποίηση του τρόμου. Πολεμούσαν στο πλευρό του Άρη, ως συνοδοί και υπηρέτες του. Κοντά στο αρχείο των εφόρων, οι Σπαρτιάτες είχαν… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Γκριν, Ζιλιέν — (Julien Green, 1900 – 1998).Γάλλος συγγραφέας και ακαδημαϊκός, αμερικανικής καταγωγής. Στα αφηγήματά του, που διέπονται από έναν μελαγχολικό τόνο και μία απαισιόδοξη διάθεση, αποτυπώνεται με αδρό και πρωτότυπο τρόπο η έντονη μεταφυσική αγωνία του … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
επαναπαύομαι — επαναπαύτηκα, επαναπαυμένος, αμτβ. 1. αναπαύομαι σε κάτι, εφησυχάζω: Επαναπαύεται στις προηγούμενες επιτυχίες του. 2. στηρίζομαι, βασίζομαι σε κάτι, έχω εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι: Μην επαναπαύεσαι σ ό,τι σουυποσχέθηκε. 3. απλώς είμαι ήσυχος, δε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Archbishop Christodoulos of Athens — Christodoulos redirects here. For the Sicilian admiral, see Christodulus. Christodoulos Archbishop of Athens Enthroned April 28, 1998 Reign ended … Wikipedia